Συγχορήγηση ερυθρομυκίνης ή κλαριθρομυκίνης με στατίνη φαίνεται να επιτείνει την μικρή πιθανότητα εκδήλωσης ραβδομυόλυσης σε ηλικιωμένους ασθενείς, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύεται στο Annals of Internal Medicine (18 Ιουνίου 2013).
Είναι γνωστό πως αμφότττερες οι μακρολίδες αναστέλλουν ένα συνένζυμο του κυττοχρώματος, το CYP3A4, από το οποίο μεταβολίζονται οι στατίνες, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η συγκέντρωση στατίνης επί συγχορηγήσεως.
Η μελέτη που απέδωσε κλινικό αντίκτυπο στον παραπάνω μηχανισμό αφορά πολύ μεγάλο αριθμό ασθενών, ικανό να αναδείξει ενδεχόμενη αύξηση της επίπτωσης μιας αρκετά ασυνήθους επιπλοκής, της ραβδομυόλυσης, επί συγχορήγησης στατίνης με κάποια από τις δύο μακρολίδες. Συγκεκριμένα μελετήθηκαν 72.591 ασθενείς που έλαβαν κλαριθρομυκίνη και 3.267 που αντιμετωπίστηκαν με ερυθρομυκίνη, ενώ συγχορηγείτο κάποια στατίνη (ατορβαστατίνη στο 73% των περιπτώσεων, ακολουθούμενη από σιμβαστατίνη και λοβαστατίνη). Η σύγκριση έγινε με 68.478 ασθενείς που επίσης ελάμβαναν στατίνη και χρειάστηκε να πάρουν αγωγή με αζιθρομυκίνη, επειδή η τελευταία δεν εμπλέκεται στο ισοένζυμο CYP3A4. Το σύνολο των ασθενών προήλθε από την περιοχή του Οντάριο του Καναδά και αφορούσε ηλικίες 65 ετών και άνω. Οι ερευνητές κατέγραψαν τις περιπτώσεις νοσηλείας λόγω ραβδομυόλυσης κατά τις 30 ημέρες από την έναρξη χορήγησης της μακρολίδης.
Η χορήγηση κλαριθρομυκίνης και ερυθρομυκίνης υπερδιπλασίασε την πιθανότητα επίπτωσης ραβδομυόλυσης (Σχετικός Κίνδυνος: 2,17, με διαστήματα αξιοπιστίας 1,04-4,53) συγκριτικά με την αζιθρομυκίνη. Ο απόλυτος αριθμός αύξησης των επεισοδίων ραβδομυόλυσης ήταν μικρός, της τάξεως του 0,02% (95% διαστήματα αξιοπιστίας 0,01%- 0,03%), καθ’ αναλογίαν της σπάνιας, αλλά ιδιαίτερα επικίνδυνης, επιπλοκής των στατινών. Παράλληλα με τις νοσηλείες λόγω ραβδομυόλυσης αυξήθηκε τόσο ο Σχετικός Κίνδυνος οξείας νεφρικής ανεπάρκειας (1,78) όσο και θνητότητας (1,56) σε όσους συγχορηγήθηκε κλαριθρομυκίνη ή ερυθρομυκίνη πάντα σε σύγκριση με την αζιθρομυκίνη.