Καρδιακή ανεπάρκεια

Η καρδιά είναι μυς με ειδικά χαρακτηριστικά, που χάρις στις επαναλαμβανόμενες συστολές του, διοχετεύει αίμα σε όλα τα σημεία του σώματος. Η ποσότητα του αίματος που προωθείται με κάθε συστολή της καρδιάς μπορεί να υπολογιστεί ως κλάσμα του συνόλου του αίματος που αυτή περιέχει, ονομάζεται κλάσμα εξωθήσεως και φυσιολογικά είναι περίπου 60%, δηλαδή από 100 χιλιοστόλιτρα αίματος που περιέχει η καρδιά, τα 60 προωθούνται στην αορτή, και από εκεί σε όλο το σώμα. Ένας τρόπος να αξιολογήσουμε τη λειτουργία της καρδιάς είναι να μετρήσουμε το κλάσμα εξωθήσεως, συνήθως με ένα απλό υπερηχογράφημα (triplex) καρδιάς.

Η μείωση της απόδοσης της καρδιάς χαρακτηρίζεται ως καρδιακή ανεπάρκεια και είναι σοβαρή, όταν το κλάσμα εξωθήσεως είναι μικρότερο του 25%. Η καρδιακή ανεπάρκεια συνήθως οφείλεται σε στεφανιαία νόσο, ιδιαίτερα μετά από νέκρωση μέρους της καρδιάς εξ’ αιτίας εμφράγματος. Άλλες συχνές αιτίες καρδιακής ανεπάρκειας είναι οι σοβαρές δυσλειτουργίες των βαλβίδων της καρδιάς και νόσοι του καρδιακού μυός, οι λεγόμενες μυοκαρδιοπάθειες.

Το συχνότερο σύμπτωμα της καρδιακής ανεπάρκειας είναι η δύσπνοια, δηλαδή λαχάνιασμα κατά την κόπωση, το οποίο περιορίζει τις καθημερινές δραστηριότητες των πασχόντων, ανάλογα με τον βαθμό της ανεπάρκειας. Δεν είναι ασύνηθες να μην είναι δυνατόν να εκτελεστούν απλές δραστηριότητες, χωρίς την βοήθεια ειδικής φαρμακευτικής αγωγής ή να μην είναι δυνατή η κατάκλιση σε οριζόντια θέση.