Η μακροχρόνια λήψη μη στεροειδών αντιφλεγμονοδών φαρμάκων, όπως συμβαίνει σε ασθενείς με χρόνιες ρευματικές παθήσεις, αυξάνει την πιθανότητα να συμβεί ένα έμφραγμα ή να αποκτήσουμε καρδιακή ανεπάρκεια. Οι κίνδυνοι αυτοί έγιναν ευρέως γνωστοί το 2004, όταν η αρμόδια φαρμακευτική εταιρεία απέσυρε νεώτερο φάρμακο αυτής της κατηγορίας (το Vioxx) επειδή υπήρχαν ενδείξεις αυξημένου κινδύνου καρδιακών παθήσεων. Σε άρθρο που αναρτήθηκε σε ένα από τα μεγαλύτερα ιατρικά περιοδικά (Lancet, 30/5/2013) γίνεται αποτίμηση των κινδύνων από μακροχρόνια λήψη δύο συχνά χορηγούμενων αντιφλεγμονωδών: της ιβουπροφαίνης (Brufen) και της δικλοφαινάκης. Η ανάλυση αφορά σε περισσότερους από 353.000 ασθενείς που ελάμβαναν μακροχρόνια υψηλές δόσεις των φαρμάκων (2.400mg ιβουπροφαίνη και 150mg δικλοφαινάκη, μέσος χρόνος χορήγησης περί τους 6 μήνες), οι οποίοι συμμετείχαν σε 639 διαφορετικές κλινικές μελέτες. Για κάθε 1.000 ασθενείς είχαμε 3 περισσότερα εμφράγματα, 4 περισσότερες περιπτώσεις καρδιακής ανεπάρκειας και έναν επιπλέον θάνατο (ο οποίος προκαλείται από αιμορραγία του στομάχου, που είναι και η σημαντικότερη παρενέργεια των αντιφλεγμονωδών φαρμάκων).
Όσον αφορά στα εμφράγματα έχουμε συγκεκριμένα 11 περιπτώσεις ανά 1.000 ασθενείς που παίρνουν αντιφλεγμονώδη και 8 περιπτώσεις σε όσους δεν παίρνουν. Πρόκειται για μικρή σχετικά αύξηση καρδιακών προβλημάτων, αν συνυπολογίσουμε την ανακούφιση από τους πόνους μιας χρόνιας ρευματικής πάθησης, χάρις σε αυτά τα φάρμακα. Όπως όμως αναφέρεται στην ανάλυση, καλό είναι αυτά τα στοιχεία να τα γνωρίζει ο πάσχων, ο οποίος θα χρειαστεί μακροχρόνια χορήγηση υψηλών δόσεων αυτών των ουσιών.