Είναι γνωστή η διαφορά ανάμεσα στα δύο φύλλα όσον αφορά στην πιθανότητα εμφράγματος και, γενικότερα, στεφανιαίας νόσου. Οι γυναίκες εμφανίζουν τη νόσο περίπου μια δεκαετία αργότερα από τους άνδρες. Η διαφορά αυτή αποδίδεται στην φυσική προστασία της αναπαραγωγικής μηχανής του είδους, αφού έχει διαπιστωθεί η ευεργετική επίδραση των γυναικείων ορμονών στην αποφυγή στεφανιαίας νόσου καθ’ όλη τη διάρκεια της αναπαραγωγικής ηλικίας του θήλεος. Σε μια γενετική μελέτη που δημοσιεύεται σε ένα από τα μεγαλύτερα ιατρικά περιοδικά (Lancet, Φευρουάριος 2012) αναδεικνύεται ένας ακόμη λόγος για τη διαφορά ανάμεσα στα δύο φύλλα.
Σε ενδελεχή ανάλυση του γενετικού υλικού περίπου 3.000 ανδρών, παρατηρήθηκε πως όσοι είχαν μία παραλλαγή του χρωμοσώματος Υ, παρουσίαζαν αυξημένη πιθανότητα να νοσήσουν από στεφανιαία νόσο. Δεν γνωρίζουμε βέβαια με ποιον μηχανισμό επιδρά η γενετική αυτή παραλλαγή, αλλά μπορούμε να είμαστε σίγουροι πως αποτελεί αποκλειστικώς ανδρική υπόθεση. Το χρωμόσωμα Υ δεν απαντάται στις γυναίκες, στις οποίες το φύλλο καθορίζεται από δύο χρωμοσώματα Χ (δηλαδή ΧΧ), ενώ αντιστοίχως στον άνδρα από ένα Χ και ένα Υ (δηλαδή ΧΥ). Ο οργανισμός που δημιουργείται κατά την γονιμοποίηση του ωαρίου, έχει πάντα ένα Χ χρωμόσωμα από την μητέρα. Το φύλλο εξαρτάται από το αν το χρωμόσωμα από τον πατέρα θα είναι και αυτό Χ (θήλυ, ΧΧ) ή θα είναι Υ (άρρεν, ΧΥ). Δικαιούμαστε λοιπόν να πούμε πως μέρος της παθογένεσης της στεφανιαίας νόσου αποτελεί αποκλειστικά “ανδρική” υπόθεση, μεταφερόμενη γενετικά από τον πατέρα στο γιό!