Η διαλειμματική νηστεία είναι επιβλαβής!

Πολύ άσχημα νέα για τη διαλειμματική νηστεία από ανάλυση της επίπτωσης των διατροφικών συνηθειών στην υγεία περισσότερων από 20.000 ενηλίκων, η οποία βασίστηκε στα στοιχεία της National Health and Nutrition Examination Surveys (NHANES) των Η.Π.Α. κατά τα έτη 2003-2018, και παρουσιάστηκε πρόσφατα σε συνέδριο της Αμερικανικής Καρδιολογικής Εταιρείας.

Όσοι ακολουθούσαν την πλέον δημοφιλή διαλειμματική νηστεία (16/8 fasting) διπλασίασαν σχεδόν την πιθανότητα θανάτου από καρδιαγγειακά νοσήματα (μία αύξηση κατά 91%), χωρίς να παρουσιάσουν οποιαδήποτε όφελος στις απώλειες από καρκίνο. Μάλιστα ασθενείς με καρκίνο που έτρωγαν για περισσότερο από 16 ώρες το εικοσιτετράωρο πέθαιναν λιγότερο συχνά από τη νόσο τους, ενώ ασθενείς με καρδιαγγειακά νοσήματα επίσης εμφάνισαν αυξημένο (κατά 70%) κίνδυνο απώλειας από έμφραγμα ή εγκεφαλικό επεισόδιο, ακολουθώντας τη διαλειμματική νηστεία.

Ανάμεσα στα άλλα υπήρξε και ανάλυση που έδειξε πως όσοι την ακολουθούσαν είχαν μειωμένη μυϊκή μάζα, παράγοντας που έχει φανεί πως αυξάνει την καρδιαγγειακή θνητότητα. Δεδομένο που, κατά τη γνώμη μας, υποδεικνύει το παράλογο της αρχικής σύλληψης της διαλειμματικής νηστείας. Στερώντας για πολλές ώρες τον οργανισμό από το καύσιμο του, τον αναγκάζουμε να παράξει γλυκόζη από τους μύες (μια μεταβολική διεργασία, που ονομάζεται νεογλυκονογένεση) πριν καταλήξει να κάψει λίπος. Οι χιλιετηρίδες κατά τις οποίες ο Homo Sapiens ήταν θηρευτής, με αμφίβολη την καθημερινή ύπαρξη τροφής, καθόρισαν τον ανθρώπινο μεταβολισμό, ώστε να χρησιμοποιεί τις χρόνιες αποθήκες του (λίπος) σε έσχατη ανάγκη. Όταν, ψάχνοντας θεαματικές δίαιτες, επιβάλλουμε παράλογες ώρες νηστείας, πληρώνουμε το τίμημα κατανάλωσης της μυϊκής μάζας πριν φτάσουμε στην χρησιμοποίηση του λίπους.

Αντίλογος υπάρχει, επειδή η διαλειμματική νηστεία υπήρξε το «αγαπημένο παιδί» πολλών διακεκριμένων επιστημόνων στις Η.Π.Α., και συνίσταται στα εξής: Δεν γνωρίζουμε τη σύσταση της τροφής κατά το οκτάωρο, οπότε δεν αποκλείεται να είχαμε υιοθέτηση ανθυγιεινών προτύπων, που οδήγησαν στην αυξημένη καρδιαγγειακή θνητότητα. Ίσως η πιστή τήρηση της μεσογειακής διατροφής να άλλαζε την εικόνα. Δεν μπορούμε, επίσης, να εξάγουμε μόνιμα συμπεράσματα από μελέτες στον πληθυσμό, όπως αυτή, επειδή είναι δύσκολο να ξεκαθαρίσουμε σε ποιο βαθμό το αποτέλεσμα οφείλεται στην διαλειμματική νηστεία μόνο και όχι και σε συνυπάρχοντες παράγοντες. Η στατιστική επεξεργασία των αντίστοιχων δεδομένων το επιδιώκει πάντα, χωρίς όμως να ποτέ να το καταφέρνει απολύτως.