Η «διαλειμματική νηστεία» είναι πολύ δημοφιλής δίαιτα και παρεμβαίνει στον ανθρώπινο μεταβολισμό, στερώντας του το βασικό καύσιμο (υδατάνθρακες), μέσω της πλήρους στέρησης τροφής για πολλές ώρες. Κυκλοφορεί σε διαφορετικές μορφές:
Η διαλειμματική νηστεία οδηγεί αναπόφευκτα σε υπερβολική πείνα και επακόλουθη αδυναμία και κόπωση σε παραγωγικές ώρες της ημέρας. Συχνά προκαλεί ευερεθιστότητα, πονοκεφάλους και προβλήματα στον ύπνο. Είναι παρ’ όλα αυτά δημοφιλής και υποστηρίζεται και από την ιατρική κοινότητα, επειδή θεωρείται πως μπορεί να έχει ευεργετικές επιδράσεις πέραν της απώλειας βάρους. Ειδικότερα πιστεύεται πως συντελεί στην μείωση των ελεύθερων ριζών οξυγόνου και γενικότερα των μηχανισμών που προάγουν την φλεγμονή σε κυτταρικό επίπεδο. Παρόλο που τα περισσότερα σχετικά δεδομένα προήλθαν από μελέτες σε ζώα, θεωρείται πιθανή η ευεργετική της επίδραση σε νόσους όπως η αρθρίτιδα, ο καρκίνος, το άσθμα, η σκλήρυνση κατά πλάκας και η νόσος του Alzheimer.
Μόνο που η λογική της διαλειμματικής νηστείας μέσα στο εικοσιτετράωρο (16/8 fasting) δεν φάνηκε να οδηγεί σε μακροχρόνια απώλεια βάρους από μόνη της σε 547 ασθενείς, που κατέγραψαν τις καθημερινές διατροφικές τους συνήθειες για 6 μήνες. Η μέση χρονική διαφορά ανάμεσα στα γεύματα δεν είχε επίδραση στην απώλεια βάρους. Η μελέτη δημοσιεύτηκε πρόσφατα και αποτελεί μια πρώτη αρνητική ένδειξη για την αποτελεσματικότητα της διαλειμματικής δίαιτας.