Αύξηση θρομβοεμβολικών επεισοδίων σε αντικατάσταση της βαρφαρίνης από δαβιγατράνη

Ενα ακόμα αρνητικό μήνυμα για την αντιπηκτική αγωγή με δαβιγατράνη (Pradaxa) αναρτήθηκε στο BMJ (open access) και αφορά στην χρησιμοποίηση της ουσίας σε ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή κατά τους πρώτους 4 μήνες κυκλοφορίας της στην Δανία (Αύγουστος-Δεκέμβριος 2011).

Ο θρομβοεμβολικός κίνδυνος ήταν αυξημένος σε ασθενείς που αντάλλαξαν την βαρφαρίνη με δαβιγατράνη. Ο Σχετικός Κίνδυνος ήταν 3,52 (1,40-8,84) για τα 110mg και 5,79 (1,81-18,56) για τα 150mg δαβιγατράνης. Ο αιμορραγικός κίνδυνος ήταν επίσης μεγαλύτερος συγκριτικά με την βαρφαρίνη, παραδόξως για όσους ελάμβαναν 110mg και όχι σε εκείνους που έλαβαν 150 mg. Οι διαφορές περιορίζονται σε πρώην χρήστες βαρφαρίνης, οι οποίοι αποτελούσαν τον μισό περίπου πληθυσμό όσων έλαβαν τα 110mg και το 1/3 περίπου όσων έλαβαν 150mg δαβιγατράνης. Αντίθετα με τα παραπάνω, ο θρομβοεμβολικός κίνδυνος σε ασθενείς που δεν έπαιρναν παλαιότερα αγωγή και έλαβαν δαβιγατράνη ως πρώτη επιλογή, ανεξαρτήτως δόσεως, ήταν πρακτικά ταυτόσημος με τον κίνδυνο όσων ασθενών ελάμβαναν βαρφαρίνη.

Βλέποντας κριτικά την μελέτη, μπορούμε να υποθέσουμε πως η αύξηση θρομβοεμβολικού και αιμορραγικού κινδύνου δεν ωφείλεται στην δαβιγατράνη, αλλά στην επιλογή των Δανών συναδέλφων να αλλάξουν την αγωγή κάποιων ασθενών με κολπική μαρμαρυγή από βαρφαρίνη σε δαβιγατράνη. Είναι δηλαδή πολύ πιθανό πως το φάρμακο επιλέχθηκε σε όσους ασθενείς δεν επεδείκνυαν συμμόρφωση στην λήψη βαρφαρίνης, λόγω της ευκολίας στην χορήγηση του, χωρίς ανάγκη εργαστηριακού ελέγχου της αντιπηκτικότητας. Είναι όμως αναμενόμενο ασθενείς που πειθαρχούν λιγότερο στην αγωγή να έχουν αυξημένο θρομβοεμβολικό και αιμορραγικό κίνδυνο, όπως ξέρουμε από πλήθος προηγούμενων μελετών. Ετσι μπορεί να εξηγηθεί και το παράδοξο της καταγραφής περισσότερων αιμορραγικών επεισοδίων, συγκριτικά με την βαρφαρίνη, σε όσους ελάμβαναν την μικρότερη, αλλά όχι και την μεγαλύτερη δόση δαβιγατράνης: ήταν πολύ μεγαλύτερο το ποσοστό ασθενών που άλλαξαν αγωγή από βαρφαρίνη σε δαβιγατράνη στον πληθυσμό της μικρής (110mg) παρά της μεγάλης (150mg) δόσης.