Ανακοπή έχουμε όταν η ηλεκτρική δραστηριότητα της καρδιάς είναι ασυμβίβαστη με την συνέχιση της λειτουργίας της, δηλαδή την προώθηση του αίματος.
Οι αρρυθμίες που προκαλούν ανακοπή είναι αυτές που αναστέλλουν την λειτουργία της αριστερής κοιλίας της καρδιάς είτε επειδή δεν υπάρχει ηλεκτρικό ερέθισμα είτε επειδή τα ερεθίσματα είναι τόσα πολλά και τέτοιας μορφής, που δεν επιτρέπουν την λειτουργία της. Η πρώτη κατηγορία αφορά συνθήκες που αποτρέπονται με την τοποθέτηση καρδιακού βηματοδότη. Η δεύτερη κατηγορία, που αποτελεί συχνότερα λόγο απωλειών, αποτρέπεται με την τοποθέτηση καρδιακού απινιδωτή.
Οι αρρυθμίες που οδηγούν συχνότερα σε απώλειες είναι η κοιλιακή μαρμαρυγή και η κοιλιακή ταχυκαρδία.
Η κοιλιακή μαρμαρυγή οδηγεί σε ακαριαίο καρδιακό θάνατο, που αποτρέπεται μόνο από την άμεση επαναφορά της καρδιάς σε κανονικό ρυθμό, χάρις στην στιγμιαία διοχέτευση μιας μικρής ηλεκτρικής εκκένωσης (ηλεκτρική απινίδωση).
Η κοιλιακή ταχυκαρδία επίσης μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια, είτε αυτόνομα, είτε εκφυλιζόμενη σε κοιλιακή μαρμαρυγή. Συνηθέστερα συμβαίνει στην οξεία φάση ενός εμφράγματος, κατάσταση η οποία μπορεί να οδηγήσει σε εντονώτατη ηλεκτρική αστάθεια. Οι ασθενείς που έχουν περάσει κάποιο έμφραγμα, ιδίως όσοι έχουν μειωμένη απόδοση της καρδιάς μετά το έμφραγμα, επίσης κινδυνεύουν να πάθουν κοιλιακή ταχυκαρδία σε χρόνο μεταγενέστερο του εμφράγματος.
Υπάρχουν πάντως και σπάνιες περιπτώσεις κοιλιακής αρρυθμίας, οι οποίες δεν σχετίζονται με έμφραγμα ή άλλη νόσο και δεν έχουν την κακοήθεια της συνηθισμένης μορφής.