Αλλάζει τελείως η προσέγγιση της υπερχοληστερολαιμίας, τόσο όσον αφορά στην αξιολόγηση όσο και στην θεραπεία, όπως αποτυπώνεται στις σχετικές οδηγίες που εξέδωσαν από κοινού AHA (American Heart Association) και ACC (American College of Cardiology) σε συνεργασία με το NHLBI (National Heart, Lung and Blood Institute), οι οποίες δημοσιεύθηκαν στο Circulation.
Οι οδηγίες διακρίνουν 4 κατηγορίες υποψηφίων για φαρμακευτική θεραπεία, στα πλαίσια της αντιμετώπισης του καρδιαγγειακού κινδύνου:
– Πάσχοντες από στεφανιαία νόσο ή αγγειοπάθεια.
– Πρόσωπα που έχουν τιμές LDL αίματος ≥190mg/dL.
– Ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη ηλικίας από 40 έως 75 ετών και επίπεδα LDL μεταξύ 70 και 189mg/dL.
– Πρόσωπα χωρίς κλινική ένδειξη αρτηριοπάθειας ή σακχαρώδη διαβήτη με τιμές LDL μεταξύ 70 και 189mg/dL και 10ετή κίνδυνο καρδιαγγειακής νοσηρότητας ≥7,5%.
Στις δύο πρώτες κατηγορίες, δηλαδή πάσχοντες από αρτηριοπάθεια (στεφανιαία νόσος, εγκεφαλικό επεισόδιο) και πρόσωπα με τιμές LDL από 190mg/dL και πάνω (εδώ συμπεριλαμβάνονται πάσχοντες από οικογενή υπερχοληστερολαιμία) προτείνεται θεραπεία με μία από τις νεώτερες στατίνες σε υψηλές δόσεις (20-40mg ροσουβαστατίνης ή 80mg ατορβαστατίνης), στοχεύοντας στην μείωση των επιπέδων της LDL κατά 50% (τουλάχιστον).
Στην τέταρτη κατηγορία, που κατ’ εξοχήν αφορά στην πρωτοβάθμια πρόληψη, προτείνεται επίσης φαρμακευτική αγωγή, αλλά με μία από τις λιγότερο δραστικές στατίνες, με στόχο μείωση των επιπέδων της LDL κατά 30% (τουλάχιστον). Στην τρίτη κατηγορία, που αφορά σε ασθενείς με διαβήτη, προτείνεται επίσης αγωγή με νεώτερη στατίνη και μείωση της LDL κατά 50%, όταν έχουν τουλάχιστον 7,5% πιθανότητα καρδιαγγειακής νοσηρότητας στην δεκαετία. Σε αντίθετη περίπτωση προτείνεται αγωγή με μία από τις παλαιότερες στατίνες, με στόχο μείωση της LDL κατά 30% (τουλάχιστον).
Πρόκειται για πολύ μεγάλη μεταβολή των προηγούμενων σχετικών Αμερικανικών Οδηγιών, όπως αυτές είχαν καθοριστεί στα πλαίσια του Adult Treatment Panel (ATP) III. Δεν υπάρχει πλέον καθορισμένη τιμή LDL χοληστερόλης, στην οποία στοχεύουμε και δίνεται αποκλειστική έμφαση στις στατίνες, όσον αφορά στην φαρμακοθεραπεία, μεταβολές που βρίσκονται σε αρμονία με τις κλινικές μελέτες. Πολύ μεγάλη εντύπωση προκάλεσε η πολύ επιθετικότερη προσέγγιση στην πρωτοβάθμια πρόληψη, η οποία δεν συμβαδίζει με κλινικές μελέτες. Επισημάνθηκε πως καλούνται οι αμερικανοί καρδιολόγοι να συνταγογραφούν στατίνες σε υγιείς μεσήλικες με επίπεδα LDL, που μέχρι πρόσφατα θεωρούσαμε φυσιολογικά (80 ή 90mg/dL).
Ιδιαίτερο προβληματισμό προκάλεσε επίσης η πρόταση ενός νέου μοντέλου στάθμισης της καρδιαγγειακής νοσηρότητας σε βάθος δεκαετίας, το οποίο θεωρείται πως υπερεκτιμά τον σχετικό κίνδυνο. Το νέο εργαλείο βασίζεται σε δεδομένα από την μελέτη Framingham, την ARIC (Atherosclerosis Risk In Communities), την CARDYA (Coronary Artery Risk Developement in Young Adults) και την CHS (Cardiovascular Health Study). Τόσο το εργαλείο εκτίμησης κινδύνου, όσο και το ποσοστό 7,5% δεκαετούς καρδιαγγειακής νοσηρότητας, που θεσπίζεται ως όριο, θεωρείται πως αυξάνουν υπερβολικά τους υποψηφίους προς φαρμακοθεραπεία στα πλαίσια της πρωτογενούς πρόληψης. Η κριτική ασκήθηκε από αρκετές πλευρές κατά την διάρκεια των εργασιών του Συνεδρίου της AHA και δημοσιοποιήθηκε και στον τύπο (New York Times), όπου παρατίθεται σχετική κριτκή των Paul Ridker και Nancy Cook (Harvard Medical School), η οποία πρόκειται να αναλυθεί περαιτέρω σε σχετικό γράμμα προς το Lancet.