Η πλειοψηφία των ασθενών που διακόπτουν την στατίνη λόγω παρενεργειών μπορούν τελικώς να ρυθμιστούν, προσαρμόζοντας την δοσολογία του φαρμάκου, σύμφωνα με την εμπειρία του Cleveland Clinic, η οποία δημοσιεύεται στο Am Heart J.
Στο σχετικό άρθρο περιγράφεται η εμπειρία του κέντρου με 1.605 ασθενείς, οι οποίοι παρουσίασαν δυσανεξία σε κάποια στατίνη (“statin intolerance”) μεταξύ 1995 και 2010. Η προσέγγιση ήταν επανάληψη αγωγής με στατίνη, στην πλειοψηφία τους (1.014 ασθενείς) με μικρότερες ημερήσιες δόσεις στατίνης (συνηθέστερα ροσουβαστατίνης). Σε 149 περιπτώσεις κατορθώθηκε να γίνει ανεκτή η χορήγηση στατίνης, αλλά όχι σε καθημερινή βάση, ενώ σε 442 ασθενείς δεν έγινε δυνατή η επαναχορήγηση.
Σε μέση παρακολούθηση 31 μηνών ποσοστό 72,5% των ασθενών ανέχθηκαν καλώς το φάρμακο. Συχνότερη αιτία διακοπής της αγωγής ήταν μυαλγίες με λιγότερο συχνές την κόπωση/αδυναμία, αύξηση ηπατικών ενζύμων (ποσοστό 11,1%), δυσπεψία/ναυτία και άρθραλγία (8,6%).
Ειδικώς η ομάδα των 149 συμμετεχόντων που δεν ελάμβανε καθημερινά στατίνη είχε μεν μικρότερη μείωση των τιμών της LDL (21.3% ± 4.0%) συγκρινόμενη με την καθημερινή χορήγηση (27.7% ± 1.4%, p< 0,04), η οποία ήταν μεγαλύτερη από την μείωση της LDL στους 442 ασθενείς που δεν έλαβαν στατίνη. Σε σύγκριση με τους τελευταίους πέτυχαν συχνότερα τον επιδιωκόμενο στόχο LDL (Adult Treatment Panel III): ποσοστό 61% αντί για 44% (p< 0,05). Σε ανάλυση της συνολικής θνητότητας διαπιστώθηκε διαφορά υπέρ των ασθενών που συνέχισαν να λαμβάνουν στατίνη, η οποία δεν απέκτησε στατιστική σημαντικότητα (p=0,08).