Οι μυοσκελετικοί πόνοι, η αύξηση της κρεατινοφωσφοκινάσης και, πιθανότατα, η επίπτωση ραβδομυόλυσης μπορεί να προληφθούν αν λάβουμε υπ’ όψιν γενετικούς πολυμορφισμούς, που επιδρούν στην βιοδιαθεσιμότητα της ατορβαστατίνης και της ροσουβαστατίνης. Την ιδιαιτέρως θετική προοπτική αναδεικνύει σχετική μελέτη, η οποία δημοσιεύθηκε στο Circulation: Cardiovascular Genetics.
Μελετήθηκαν προοπτικά 134 άτομα υπό ατορβαστατίνη και 165 υπό ροσουβαστατίνη. Η βιοδιαθεσιμότητα ήταν ως και 4,5 φορές αυξημένη, ανάλογα με την ύπαρξη δύο πολυμορφισμών που επηρεάζουν την δέσμευση της ατορβαστατίνης από το ήπαρ και άλλων δύο που καθορίζουν την δέσμευση της ροσουβαστατίνης. Όσον αφορά στην ροσουβαστατίνη εκτιμάται πως οι δύο μελετώμενοι πολυμορφισμοί (“uptake transporter gene SLCO1B1” και “efflux transporter gene ABCG2”) εξηγούν το σύνολο της μεταβολής στην βιοδιαθεσιμότητα της ουσίας. Ειδικώς σε ηλικιωμένους άνω των 75 ετών η ύπαρξη των πολυμορφισμών αυξάνει κατακόρυφα την επίπτωση υψηλής βιοδιαθεσιμότητας των δύο στατινών.
Για την εμπέδωση της κλινικής σημασίας των πολυμορφισμών θα χρειαστούν προοπτικές μελέτες, οι οποίες θα δοκιμάσουν διαγνωστικούς αλγόριθμους, που θα χρησιμοποιούν τον γενετικό έλεγχο προς καθορισμό της δοσολογίας των δύο στατινών.