Μία ακόμα μελέτη που υποδεικνύει αύξηση του κινδύνου εμφάνισης σακχαρώδη διαβήτη σε ασθενείς που λαμβάνουν υψηλές δόσεις στατίνης αναρτήθηκε στον ιστότοπο του BMJ (23 Μαΐου 2013).
Πρόκειται για μελέτη κοορτής βασισμένη στο ηλεκτρονικό σύστημα καταγραφής συνταγών στην περιοχή του Οντάριο του Καναδά κατά την διάρκεια 14 ετών, από τον Αύγουστο του 1997 έως τον Μάρτιο του 2010. Σε αυτό το διάστημα 471.250 ασθενείς χωρίς σακχαρώδη διαβήτη άρχισαν αγωγή με στατίνη (48.3% για πρωτογενή και 51.7% για δευτερογενή πρόληψη). Η μέση ηλικία των ασθενών ήταν τα 73 έτη, στην πλειοψηφία τους (54.1%) γυναίκες. Η συχνότερα συνταγογραφούμενη στατίνη ήταν η ατορβαστατίνη, αμέσως επόμενη η ροσουβαστατίνη και ακολουθούν σιμβαστατίνη, πραβαστατίνη και φλουβαστατίνη.
Η ατορβαστατίνη κατέγραψε 18% αύξηση του Σχετικού Κινδύνου για ανάπτυξη σακχαρώδους διαβήτη συγκριτικά με την πραβαστατίνη, η ροσουβαστατίνη 18% και η σιμβαστατίνη 10%. Ο απόλυτος κίνδυνος ήταν 31 περιπτώσεις ανά 1.000 ασθενείς/έτη για την ατορβαστατίνη και 34 περιπτώσεις για την ροσουβαστατίνη. Πρόκειται για μία ακόμα ένδειξη πως οι δραστικότερες των στατινών αυξάνουν την πιθανότητα εμφάνισης διαβήτη, μετά από την παρατήρηση αύξησης του σχετικού κινδύνου (κατά 27%) σε ασθενείς υπό ροσουβαστατίνη συγκριτικά με εικονικό φάρμακο στην μελέτη JUPITER και την καταγραφή αύξησης μικρότερης εμβέλειας (έως 9%) σε σχετική μεταανάλυση (Lancet 2010).
Η κλινική σημασία των σχετικών παρατηρήσεων είναι, βέβαια, προς συζήτηση, με δεδομένη την μεγάλη ωφέλεια των στατινών στην δευτεροβάθμια, καθώς και στην πρωτοβάθμια πρόληψη.