Εμφύτευση βηματοδότη και απινιδωτή χωρίς διακοπή της αντιπηκτικής αγωγής

Οι ασθενείς που συνεχίζουν κανονικά την αντιπηκτική αγωγή κατά την εμφύτευση βηματοδότη ή απινιδωτή έχουν πολύ λιγότερες αιμορραγικές επιπλοκές από όσους την διακόπτουν, αντικαθιστώντας την με ηπαρίνη, σύμφωνα με τυχαιοποιημένη μελέτη (N Engl J Med, 30 Μαΐου 2013).

Η μελέτη διεκόπη πρόωρα, εξ’ αιτίας μεγάλης αύξησης αιμορραγικών επεισοδίων στην θήκη του βηματοδότη ή απινιδωτή (“device-pocket hematoma”) για την ομάδα των ασθενών που ελάμβαναν ηπαρίνη. Η αιμορραγία στην θήκη της συσκευής ήταν το κύριο καταληκτικό σημείο της μελέτης και αφορούσε περιπτώσεις κατά τις οποίες χρειάστηκε παράταση της νοσηλείας ή διακοπή της αντιπηκτικής θεραπείας του ασθενούς, καθώς και σε περιπτώσεις, που κρίθηκε αναγκαία ή χειρουργική παροχέτευση του δημιουργηθέντος αιματώματος. Καταγράφηκαν 12 επεισόδια αιμορραγίας στην θήκη της συσκευής σε όσους ασθενείς συνέχισαν κανονικά την αγωγγή τους (12 σε 343 συμμετέχοντες: ποσοστό 3,5%) και 54 στους ασθενείς που διέκοψαν την αγωγή, υποκαθιστώντας την με ηπαρίνη (54 σε 338 συμμετέχοντες: ποσοστό 16%). Ο Σχετικός Κίνδυνος ανάπτυξης αιματώματος για όσους συνέχισαν κανονικά την θεραπεία ήταν 0,19 (95% διαστήματα αξιοπιστίας: 0,10 με 0,36, p<0.001).

Όσοι ασθενείς συμμετείχαν στην μελέτη είχαν τουλάχιστον 5% ετήσιο κίνδυνο θρομβοεμβολικού επεισοδίου. Η συνήθης πρακτική διακοπής της βαρφαρίνης εφαρμόστηκε 5 ημέρες πριν την επέμβαση, με παράλληλη χορήγηση θεραπευτικών δόσεων ηπαρίνης χαμηλού μοριακού βάρου βάρους (ή κλασσικής ηπαρίνης) 3 ημέρες πριν την επέμβαση. Στην πλειοψηφία των ασθενών, που έλαβαν ηπαρίνη χαμηλού μοριακού βάρους υποδορίως, η τελευταία χορήγηση έλαβε χώρα το πρωί της ημέρας πριν την επέμβαση, απείχε δηλαδή περισσότερο από 24 ώρες. Σε όσους ελάμβαναν κλασσική ηπαρίνη, έγινε διακοπή της έγχυσης τουλάχιστον 4 ώρες πριν την επέμβαση. Η επανέναρξη χορήγησης ηπαρίνης απείχε 24 ώρες από την επέμβαση και συνεχίστηκε έως ότου επιτευχθούν θεραπευτικοί χρόνοι INR.

Όσοι ασθενείς συνέχισαν κανονικά την αγωγή με βαρφαρίνη επιδιώχθηκε να έχουν INR μικρότερο από 3 κατά την ημέρα της επέμβασης, με εξαίρεση ασθενείς με μηχανική βαλβίδα, όπου ήταν αποδεκτό INR έως 3,5. Το μέσο INR την ημέρα της επέμβασης ήταν 2,3. Ας σημειωθεί επίσης πως όσοι ασθενείς ελάμβαναν ασπιρίνη, συνέχισαν κανονικά την λήψη. Διεκόπη μόνον η κλοπιδογρέλη σε ασθενείς που απείχαν περισσότερο από 12 μήνες από την τοποθέτηση συμβατικού stent, ενώ διατηρήθηκε σε όσους είχαν τοποθετήσει συμβατικό stent εντός του προηγούμενου δωδεκαμήνου και αδιακρίτως σε όσους ασθενείς έφεραν φαρμακοεκλύον stent (σχόλιο δικό μας: οι ερευνητές μάλλον επέδειξαν υπερβολική εξάρτηση από την κλοπιδογρέλη).