Ασθενείς χωρίς ιστορικό νεφρικής νόσου έχουν 34% μεγαλύτερη πιθανότητα νοσηλείας με οξεία νεφρική ανεπάρκεια όταν λαμβάνουν υψηλές δόσεις στατίνης από όσους λαμβάνουν χαμηλότερες. Η οξεία νεφρική βλάβη παρουσιάζεται συνήθως στους πρώτους 4 μήνες μετά την έναρξη αγωγής με στατίνη, σύμφωνα με αναδρομική μελέτη σε περισσότερους από 2.000.000 ασθενείς, που δημοσιεύεται στο περιοδικό BMJ (19 Μαρτίου 2013).
Ως υψηλή θεωρήθηκε η δόση στατίνης που μπορούσε να οδηγήσει σε 45% μείωση της LDL (low-density-lipoprotein), δηλαδή: ≥10 mg ροσουβαστατίνης (Crestor), ≥20 mg ατορβαστατίνης (Lipitor ή συναφή), and ≥40 mg σιμβαστατίνης (Zocor ή συναφή). Οι υπόλοιπες δόσεις των ίδιων ή άλλων στατινών θεωρήθηκαν χαμηλές.
Η ανάλυση χρησιμοποίησε βάσεις δεδομένων σε Καναδά, Ην. Βασίλειο και Η.Π.Α. αξιοποιώντας ένα σύνολο 2.067.639 ασθενών άνω των 40 ετών, που άρχισαν αγωγή με στατίνη μεταξύ 1997 και 2008. Ο σχετικός κίνδυνος (Relative Risk, RR) νοσηλείας με οξεία νεφρική ανεπάρκεια ήταν 1,34 (95% διαστήματα αξιοπιστίας: 1,25-1,43) για ασθενείς χωρίς προηγούμενη νεφρική νόσο που έλαβαν υψηλή δόση στατίνης συγκριτικά με όσους έλαβαν χαμηλή δόση.
Υπολογίζεται πως προκύπτει 1 επιπλέον επεισόδιο οξείας νεφρικής ανεπάρκειας για κάθε 1.700 ασθενείς που λαμβάνουν υψηλή (αντί χαμηλής) δόση στατίνης. Η σπανιότητα της επιπλοκής καθιστά μάλλον απίθανο το ενδεχόμενο να πραγματοποιηθεί τυχαιοποιημένη προοπτική μελέτη, που θα επιβεβαίωνε τα ευρήματα, επειδή θα χρειαζόταν συμμετοχή πολύ μεγάλου αριθμού ασθενών.
Τα ανωτέρω ευρήματα δεν προκαλούν έκπληξη, αφού η χρήση ροσουβαστατίνης έχει επίσης συσχετισθεί με 19% αύξηση των επεισοδίων οξείας νεφρικής ανεπάρκειας στην μελέτη JUPITER, αλλά και σε παλαιότερα δημοσιευμένη αναδρομική μελέτη από την χρήση στατινών στο Ην. Βασίλειο παρατηρήθηκε αύξηση κατά 50% του κινδύνου εμφάνισης οξείας νεφρικής ανεπάρκειας κατά το πρώτο έτος μετά την χρήση στατινών, η οποία ήταν ανάλογη της δόσεως της χορηγούμενης στατίνης.